ταχοῦς

ταχοῦς
ταχύς
swift
masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τάχους — τάχος swiftness neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάχος — το, ΝΜΑ [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα 2. φρ. α) «εν τάχει» (λόγ. τ.) γρήγορα, εσπευσμένα β) «όσον τάχος» (λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αρχ. 1. (στη δοτ.) τάχει ταχέως 2. (στην αιτ.) τάχος ταχέως 3. φρ. α) «διὰ τάχους» ή «εἰς… …   Dictionary of Greek

  • бързость — БЪРЗОСТ|Ь (11), И с. Быстрота, стремительность; поспешность: безаконьны˫а сво˫а стоуды покрыти крѣплѩашесѩ великою бързостию отълоучи ˫авѣ стыдъкоуоумоу и смрадьноуоумоу ожиданию. (συντομίᾳ) КЕ XII, 174а; опожде(н)е бо то луче е(с) и ч(c)тнѣe б҃у …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PANCRATIASTES — quis olim dictus sit, insignis hic Aristotelis indicat locus Rhetor. l. 1. c. 5. circa fin. Α᾿γωνιςτικὴ δὲ σώματος ἀρετὴ σύγκειται ἐκ μεγέθους καὶ ἰσχύος καὶ τάχους. Καὶ γὰρ ὁ ταχὺς ἰσχυρός ἐςτιν, ὁ γὰρ δυνάμενος τὰ σκέλη καὶ ῥίπτειν πῶς καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… …   Dictionary of Greek

  • κραύρος — κραῡρος, α, ον, θηλ. και ος (AM) 1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾱν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.) 2. εύθραυστος, εύθρυπτος 3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῑον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῑ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κριτήριο — το (AM κριτήριον) [κριτήρ] 1. μέτρο ή γνώμονας κρίσης (α. «επιλογή με κομματικά κριτήρια» β. «αξιολόγησε το έργο της με υποκειμενικά και αντιεπιστημονικά κριτήρια» γ. «χρόνου είναι μέτρον και κριτήριον τάχους», Ζήν.) 2. τόπος όπου εδρεύει ο… …   Dictionary of Greek

  • υπομίγνυμι — και ὑπομείγνυμι Α [μίγνυμι / μείγνυμι] 1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῑς», Πλάτ.) 2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՂՎԱՂ — ( ) NBH 2 0773 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 13c մ. ἔως τάχους usque ad velocitatem, velociter. Կարի վաղ. վաղվաղակի. փյթ ընդ փոյթ, փութով, արագ, ճեպով. *Վաղվաղ ընթանան պատգամք նորա. Սղ. ՟Ճ՟Խ՟Է. 5: *Յղեցին վասն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”